- παραύλια
- παραύλιαparts adjoining theneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραύλια — τά, Α [πάραυλος (Ι)] 1. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ παρὰ τὴν αὐλὴν μέρη» 2. (κατά τον Φώτ.) «πρόσχωρα» … Dictionary of Greek